Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἡ κεκαμμένη

См. также в других словарях:

  • κεκαμμένη — κάπτω gulp down perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυριστάρι — το [γυριστός] 1. λαβή τής ποιμενικής ράβδου η οποία είναι ημικυκλικά κεκαμμένη 2. λαβή με την οποία συστρέφεται χειροκίνητος φορητός μύλος …   Dictionary of Greek

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • κατάδυση — Άθλημα, το οποίο συνίσταται στη γρήγορη και σύμφωνα με ορισμένους κανόνες βουτιά στο νερό από καθορισμένο ύψος. Οι διεθνείς και ολυμπιακοί κανονισμοί προβλέπουν βουτιά από ελαστικό βατήρα (τραμπλέν), που βρίσκεται 3 μ. πάνω από το νερό, και από… …   Dictionary of Greek

  • μαγνήσιο — Δισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Mg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών γαιών, έχει ατομικό αριθμό 12, ατομική μάζα 24,312, τρία σταθερά ισότοπα με μαζικό αριθμό 24, 25, 26 και δύο… …   Dictionary of Greek

  • πλευρόσιγμα — το, Ν βοτ. γένος βακιλαριοφυκών, που ανήκει στην τάξη πεννώδη και χαρακτηρίζεται από την κεκαμμένη σε σχήμα S μορφή τών κυττάρων του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleurosigma < πλευρά + σίγμα] …   Dictionary of Greek

  • στρόφαλος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. τεχνολ. το σημαντικότερο μετά τον τροχό μέσο μετάδοσης κινήσεως, στοιχείο μηχανισμού συνδεδεμένο κατά ορθή γωνία με άτρακτο που επιτρέπει τη μετατροπή τής περιστροφικής κίνησης σε ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση άλλων οργάνων με… …   Dictionary of Greek

  • τζινέτι — και τζενέτι, το, Ν (παλ. τ.) μεταλλικό καρφί με διχαλωτή ρίζα, κεκαμμένη προς αντίθετες διευθύνσεις …   Dictionary of Greek

  • τρίγωνο — Γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει αν τρία σημεία, τα οποία δεν βρίσκονται σε ευθεία, συνδεθούν ανά δύο με ευθύγραμμα τμήματα. Τα τρία τμήματα των ευθειών καλούνται πλευρές και τα σημεία κορυφές του τ. Ως προς τις πλευρές, το τ. μπορεί να είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»